κρύο (ουσιαστικό): κατάσταση που επικρατεί στον χώρο που μας περιβάλλει, όταν η θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από τη συνηθισμένη ή από τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος
ετυμολογία: η λέξη κρύο έχει προέλευση από την αντίστοιχη αρχαία ελληνική λέξη (το κρύος)
συνώνυμα: παγωνιά, ψύχρα, ψύχος
αντίθετα: ζέστη
επίθετο: ο κρύος, η κρύα, το κρύο
ρήμα:κρυώνω
μετοχές:κρυώνοντας - κρυωμένος, κρυωμένη, κρυωμένο
επίρρημα:κρύα
στην ίδια οικογένεια λέξεων:
παράγωγες λέξεις
κρυάδα: η αίσθηση του κρύου
κρυάκι:λίγο κρύο
κρύωμα: ασθένεια που προκαλείται από την έκθεσή μας στο κρύο
κρυουλιάρης: αυτός που κρυώνει πολύ
σύνθετες λέξεις
α' συνθετικό
κρυολόγημα:ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από το κρύο
κρυοπάγημα: νέκρωση των άκρων (χεριών-ποδιών) από υπερβολικό κρύο
β΄συνθετικό
ψοφόκρυο: υπερβολικό κρύο
σύγκρυο: ρίγος
μεταφορές
κρύος άνθρωπος:αυτός που δεν δείχνει εύκολα οικειότητα
κρύο αστείο: κάτι που λέγεται ως αστείο, αλλά δεν είναι
εκφράσεις
κρύο πιάτο: είδος φαγητού που σερβίρεται κρύο, μεζές
ούτε κρύο ούτε ζέστη: μου είναι αδιάφορο
έσφιξε το κρύο: δυνάμωσε το κρύο
αφήνω στα κρύα του λουτρού: παρατάω κάτι στη μέση
σαν τα κρύα τα νερά: πολύ όμορφος
πηγή:http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/index.html
εικόνα:http://www.flamingtext.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε το σχόλιό σου στα ελληνικά ή στη μητρική σου γλώσσα. Μην είσαι αγενής, ούτε απρεπής ... μας διαβάζουν παιδιά!